-
1 σωσίβιο
[сосивио] ουσ. о. спасательный круг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σωσίβιο
-
2 спасательный
διασωστικός- круг το κυκλικό σωσίβιο, разг. η κουλούραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спасательный
-
3 спасательный
спасательный σωτήριος, σωστικός; \спасательныйая лодка η σωσίβια λέμβος; \спасательныйая станция о σωστικός σταθμός; \спасательный круг (или пояс) το σωσίβιο* * *σωτήριος, σωστικόςспаса́тельная ло́дка — η σωσίβια λέμβος
спаса́тельная ста́нция — ο σωστικός σταθμός
спаса́тельный круг ( или по́яс) — το σωσίβιο
-
4 спасательный
спаса||тельныйприл σωστικός:\спасательныйтельный круг τό σωσίβιο· \спасательныйтельный по́яс ἡ ζώ-νη-σωσίβιο. -
5 жилет
(спасательный) το σωσίβιο (γιλέκο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жилет
-
6 круг
1. (часть плоскости, ограниченная окружностью) о κύκλος, ο γύρος* азимутальный - αζιμούθιος -паргелический - (метео) το παρήλιο, παρήλιος -2. тех. о τροχόςзаточный - ακονισμού των εργαλείων/αιχμηρών αντικειμένων3. (замкнутый) филос. о φαύλος κύκλος 4. (спасательный) το κυκλικό σωσίβιο, η σωσίβια κουλούρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круг
-
7 круг
кругм в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα. -
8 круг
-а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.1. (в -е) κύκλος•описывать круг διαγράφω κύκλο•
площадь -а επιφάνεια κύκλου.
2. αντικείμενο στρογγυλό•круг сыра κεφάλι τυριού•
спасательный круг σωσίβιο.
|| στεφάνι.3. (αθλτ.) ο γύρος•беговой круг γύρος του δρόμου.
4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•
правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•
в тесном -у σε στενό κύκλο•
в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•
в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•
политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.
5. σφαίρα, τομέας• έκταση•круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•
круг деятельности η σφαίρα δράσης.
εκφρ.на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•- и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι. -
9 пояс
-а, πλθ. -а α.1. ζώνη, ζώνα, -νάρι, ζωστήρας•кожаный пояс δερμάτινη ζώνη.
|| λωρί-όα, ταινία λάμα.2. η οσφή, η μέση. ||, ζώνη γης•тропический (жаркий) пояс διακεκαυμένη ζώνη,• умеренный пояс εύκρατη ζώνη•
холодный -πολική ζώνη.
εκφρ.растительный пояс – φυτική ζώνη•спасательный пояс – το σωσίβιο•в пояс кланяться ή раскланиваться – κάνω βαθιά υπόκλιση. -
10 спасательный
επ.σωστικός•спасательный круг σωσίβιο•
-ая лодка ναυαγοσωστική βάρκα.
См. также в других словарях:
σωσίβιο — Κατασκεύασμα που επιπλέει και που αποβλέπει στη διάσωση ανθρώπου που έπεσε στη θάλασσα. Το κλασικό σ. είναι σχήματος στρογγυλού (κρίκος) και κατασκευασμένο από γερό ύφασμα, παραγεμισμένο με ρινίσματα φελλού και χρωματισμένο εξωτερικά με… … Dictionary of Greek
σωσίβιο — το συσκευή που επιπλέει και χρησιμεύει για τη διάσωση κάποιου που έπεσε στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Военно-морские силы и Морская полиция Кипра — Республика Кипр располагает двумя различными военно морскими подразделениями Командованием ВМС Национальной гвардии [1] и Портовой и Морской полицией Кипра (Береговая охрана). Оба подразделения располагают боевыми единицами, но выполняют… … Википедия
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
πλωτίς — ίδος, ἡ, Α 1. ζώνη ασφαλείας για κολυμβητές, σωσίβιο 2. σχεδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα τίς (πρβλ. στεφανω τίς)] … Dictionary of Greek
σωσίβιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός και γραμματικός από τη Λακεδαίμονα. Έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3o π.Χ. αι. Έγραψε Περί χρόνων ή Χρόνων αναγραφή, Περί βασιλείας, Περί Αλημάνος, Ομοιότητες, Περί των εν Λακεδαίμονι θυσιών, όπου περιγράφει… … Dictionary of Greek