Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σωσίβιο

См. также в других словарях:

  • σωσίβιο — Κατασκεύασμα που επιπλέει και που αποβλέπει στη διάσωση ανθρώπου που έπεσε στη θάλασσα. Το κλασικό σ. είναι σχήματος στρογγυλού (κρίκος) και κατασκευασμένο από γερό ύφασμα, παραγεμισμένο με ρινίσματα φελλού και χρωματισμένο εξωτερικά με… …   Dictionary of Greek

  • σωσίβιο — το συσκευή που επιπλέει και χρησιμεύει για τη διάσωση κάποιου που έπεσε στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Военно-морские силы и Морская полиция Кипра — Республика Кипр располагает двумя различными военно морскими подразделениями Командованием ВМС Национальной гвардии [1] и Портовой и Морской полицией Кипра (Береговая охрана). Оба подразделения располагают боевыми единицами, но выполняют… …   Википедия

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • πλωτίς — ίδος, ἡ, Α 1. ζώνη ασφαλείας για κολυμβητές, σωσίβιο 2. σχεδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα τίς (πρβλ. στεφανω τίς)] …   Dictionary of Greek

  • σωσίβιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός και γραμματικός από τη Λακεδαίμονα. Έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3o π.Χ. αι. Έγραψε Περί χρόνων ή Χρόνων αναγραφή, Περί βασιλείας, Περί Αλημάνος, Ομοιότητες, Περί των εν Λακεδαίμονι θυσιών, όπου περιγράφει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»